*Κεντρική φωτογραφία: Μεταφορά Φινλανδού ειρηνευτή (22 Μαΐου 1964) που σκοτώθηκε στην Κύπρο το 1964 και απόδοση τιμών από απόσπασμα της ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Φώτο «Πολίτης», Αρχείο Αβδελόπουλου
Το καθεστώς της νεκρής ζώνης στην Κύπρο και τον ρόλο που η ΟΥΝΦΙΚΥΠ ανέλαβε να υπηρετεί σε αυτήν την περιοχή που μοιράζει το νησί στα δύο επανήλθε στην επικαιρότητα και άρχισε να απασχολεί ιδιαίτερα την κοινή γνώμη με αφορμή την υπόθεση του σταδίου της Τσετίν Καγιά στη νεκρή ζώνη και πολύ πιο έντονα μετά τα επεισόδια στο Πλατό της Πύλας. Από το 1974 βεβαίως υπήρξαν δεκάδες περιστατικά και κρίσεις.
Η νεκρή ζώνη είναι προϊόν των διακοινοτικών ταραχών του 1964 μετά τον διαχωρισμό της Λευκωσίας και τους θύλακες που έμεναν οι Τουρκοκύπριοι. Αργότερα, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την παράνομη κατοχή μεγάλου μέρους του νησιού, η διαχωριστική αυτή γραμμή λειτουργεί ως ενδιάμεση των δύο εμπόλεμων μερών, δηλαδή της Τουρκίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν και σήμερα οι εχθροπραξίες δεν συνεχίζονται, η νεκρή ζώνη βρίσκεται ανάμεσα σε μια περιοχή που κατέχεται παρανόμως από τα τουρκικά στρατεύματα και την περιοχή που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Κυριαρχία
Ολόκληρο το έδαφος του νησιού ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία, εκτός από τις βρετανικές βάσεις που δεν συνιστούν τμήμα της με βάση το Σύνταγμα. Η νεκρή ζώνη όμως τελεί υπό την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η έλευση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στην Κύπρο προέκυψε με το ψήφισμα 186/64 του Συμβουλίου Ασφαλείας όταν η Κυπριακή Δημοκρατία ζήτησε τη συμβολή της για τον περιορισμό των εχθροπραξιών και την ειρήνευση στην περιοχή.
«Τότε η ΚΔ έκανε μια συμφωνία με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ για το καθεστώς της δύναμης το οποίο έδινε στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ το δικαίωμα να διακινείται στο νησί. Η ΚΔ το έπραξε ως κυρίαρχη η οποία ήθελε και εξακολουθεί να θέλει την παρουσία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Ούτε όμως στο ψήφισμα 186/64 ούτε σε μεταγενέστερα ψηφίσματα ούτε και στη συμφωνία με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ υπάρχει οτιδήποτε που να αφορά το καθεστώς της νεκρής ζώνης, δηλαδή το νομικό καθεστώς ή τον ρόλο που ασκεί η ΟΥΝΦΙΚΥΠ στη νεκρή ζώνη. Εκείνο που έχει επανειλημμένα λεχθεί και από τον Γενικό Γραμματέα σε εκθέσεις του είναι ότι υπάρχει μια χαλαρή άτυπη συμφωνία μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, δηλαδή της Τουρκίας και της ΚΔ, με σκοπό να γίνεται σεβαστή η άσκηση ελέγχου από την ΟΥΝΦΙΚΥΠ στη νεκρή ζώνη», εξήγησε ο νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης σε συνέντευξή του πρόσφατα στον τηλεοπτικό σταθμό Άλφα.
Στην πραγματικότητα, όπως είπε, δεν υπάρχει εν τη ουσία νομικό καθεστώς στη νεκρή ζώνη. Ιδιαίτερα, πρόσθεσε, μετά τη δεκαετία του ’90, η ΟΥΝΦΙΚΥΠ υιοθέτησε τη λεγόμενη θεωρία της ακεραιότητας της νεκρής ζώνης, βάσει της οποίας η ΟΥΝΦΙΚΥΠ ενεργεί ως ελέγχουσα της νεκρής ζώνης, όχι ως ιδιοκτήτης, παρά το ότι δεν έχει συμφωνία, για τους δύο σκοπούς της διασφάλισης ότι δεν θα υπάρχουν εχθροπραξίες και ότι κάθε πλευρά δέχεται την ακεραιότητα της νεκρής ζώνης. Ως εκ τούτου, η ΟΥΝΦΙΚΥΠ μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες που συμβάλλουν σε πολιτιστικές, αθλητικές, κοινωνικές και άλλες δραστηριοποιήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Τέλος, εξήγησε πως αν η Κυπριακή Δημοκρατία κρίνει πως η ΟΥΝΦΙΚΥΠ προβαίνει σε ενέργειες που αντιβαίνουν του ρόλου της υποβοήθησης της διαδικασίας, τότε τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της είναι πολιτικά και διπλωματικά και όχι νομικά.
Δημιουργία
Η ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ), αγγλικά United Nations Force in Cyprus (UNFICYP), δημιουργήθηκε με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 27 Μαρτίου 1964. Η δημιουργία της δύναμης έγινε με εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στο ψήφισμα που εγκρίθηκε στις 4 Μαρτίου 1964 [Ψήφισμα 186, (1964)], μετά το ξέσπασμα των διακοινοτικών συγκρούσεων στη νήσο και την απειλή άμεσης επέμβασης από την Τουρκία. Το πρώτο απόσπασμα της δύναμης, το απόσπασμα που έστειλε ο Καναδάς, έφθασε στην Κύπρο στις 15 Μαρτίου του 1964. Τότε ο υποστράτηγος Γκυάνι διορίστηκε από τον ΟΗΕ πρώτος διοικητής της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, θέση την οποία διατήρησε για δυο περίπου χρόνια. Παράλληλα, ως ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο διορίστηκε τότε ο Λατινοαμερικανός Κάρλος Μπερνάντες.
Με ανταλλαγή επιστολών ημερομηνίας 31 Μαρτίου 1964 μεταξύ του Γενικού Γραμματέα Ου Θαντ και του υπουργού Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας Σπύρου Κυπριανού, συνομολογήθηκε συμφωνία σχετικά με το καθεστώς της δύναμης (Συμφωνία Φιλοξενούσης Χώρας).
Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ:
Μετά την έναρξη των διακοινοτικών ταραχών τον Δεκέμβριο του 1963, και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν, ο Βρετανός υφυπουργός για Κοινοπολιτειακές Σχέσεις Ντάνκαν Σάντυς επισκέφθηκε τη Λευκωσία, όπου πέτυχε διάφορες συμφωνίες, μεταξύ των οποίων και η περιπολία και επιτήρηση, από βρετανικά στρατεύματα, της λεγόμενης Πράσινης Γραμμής που θα εδημιουργείτο μεταξύ του ελληνοκυπριακού και του τουρκοκυπριακού τομέα της Λευκωσίας. Η συμπεριφορά, ωστόσο, των βρετανικών δυνάμεων κρίθηκε τότε ευνοϊκή για την τουρκοκυπριακή πλευρά, πράγμα που οδήγησε την κυπριακή κυβέρνηση στο να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της. Ήταν φανερό ότι με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον ρόλο της βρετανικής «ειρηνευτικής δύναμης» από την ελληνική κυπριακή πλευρά, έπρεπε να αναζητηθεί μια άλλη διαδικασία.
Τον Ιανουάριο του 1964, η Βρετανία πρότεινε ανεπίσημα τη δημιουργία ειρηνευτικής δύναμης από χώρες μέλη του NATO, η οποία θ' απεστέλλετο στην Κύπρο. Ο Κύπριος Πρόεδρος, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δήλωσε σαφώς ότι θα δεχόταν μια ειρηνευτική δύναμη μόνο μέσω των Ηνωμένων Εθνών.
Αγγλοαμερικανικό σχέδιο
Η Βρετανία, παρακάμπτοντας τον Μακάριο, προχώρησε και υπέβαλε επίσημα την πρότασή της στην Ελλάδα και την Τουρκία (31 Ιανουαρίου 1964). Σημειώνουμε εδώ ότι λόγω του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάστηκαν με τη Βρετανία στην υποβολή της πρότασης, αυτή έγινε γνωστή ως αγγλοαμερικανικό σχέδιο. Οι κυβερνήσεις στην Αθήνα και την Άγκυρα δέχθηκαν το σχέδιο (που πρόβλεπε τη στάθμευση 10.000 ανδρών του NATO υπό βρετανική διοίκηση στο νησί), αν και διετύπωσαν κάποιες επιφυλάξεις. Ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Φαζίλ Κουτσιούκ δέχθηκε το σχέδιο «κατ' αρχήν». Αντίθετα, ο Πρόεδρος Μακάριος το απέρριψε, διότι, μεταξύ άλλων: δεν καθορίζονταν επακριβώς το έργο, ο ρόλος και οι εξουσίες της δύναμης αυτής, της οποίας ο διοικητής θα έπαιρνε πολιτική καθοδήγηση από διακυβερνητική επιτροπή στο Λονδίνο, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα αντιπροσωπευόταν. Παράλληλα, η δύναμη δεν θα βρισκόταν υπό την αιγίδα του Συμβουλίου Ασφαλείας, του μόνου, όπως τόνιζε ο Μακάριος, αρμοδίου διεθνούς οργάνου για τη διατήρηση της ειρήνης.
Οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί επέφεραν κάποιες τροποποιήσεις στο σχέδιό τους και το υπέβαλαν πάλι στην Ελλάδα και την Τουρκία στις 7 Φεβρουαρίου 1964. Οι τροποποιήσεις προέβλεπαν συμμετοχή και ουδετέρων χωρών, εκτός των χωρών του NATO, στη δύναμη, καθώς και ακριβέστερο καθορισμό του ρόλου της δύναμης, ενώ θα εζητείτο από το Συμβούλιο Ασφαλείας «να λάβει υπό σημείωση» τις «διευθετήσεις για τη δημιουργία ειρηνευτικής δύναμης». Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Μπωλ ήλθε τότε στη Λευκωσία για να προωθήσει το σχέδιο, αλλά δεν κατόρθωσε να πείσει τον Μακάριο να το δεχθεί.
ΝΑΤΟ
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην προσπάθειά του να κρατήσει το NATO έξω από την Κύπρο, είχε την ενεργό υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επίσης δεν ήθελε ανάμειξη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο για δικούς της γεωπολιτικούς λόγους.
Ο Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Κρουστσιώφ απηύθυνε τότε μήνυμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, στο οποίο χαρακτήριζε την προταθείσα νατοϊκή δύναμη ως «δύναμη ένοπλης εισβολής» και ως απόπειρα του NATO να θέσει την Κύπρο υπό τον στρατιωτικό του έλεγχο. Ο Κρουστσιώφ προχωρούσε για να προειδοποιήσει ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα παρέμενε αδιάφορη «σε εξελίξεις τόσο κοντά στα νότια σύνορά της».
Ωστόσο και μέσα στους ίδιους τους κόλπους του NATO, το αγγλοαμερικανικό σχέδιο δεν έτυχε και τόσο ενθουσιώδους υποδοχής. Το Βέλγιο και η Ολλανδία εξέφρασαν προθυμία να συμμετάσχουν σε τέτοια δύναμη μόνο υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα έδιναν τη συγκατάθεσή τους για νατοϊκή δύναμη που θα στάθμευε στην Κύπρο. Η Δυτική Γερμανία ήταν διστακτική, ενώ η Γαλλία δεν ήθελε «να αναμειχθεί σε μια επιχείρηση που βασιζόταν στο καθεστώς της Ζυρίχης, στου οποίου την εκπόνηση η ίδια δεν συμμετέσχε».
Το πρώτο άγημα
Υπό τις συνθήκες αυτές ενισχύθηκε η θέση του Μακαρίου ότι μόνο μια διεθνής δύναμη του ΟΗΕ θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Κύπρο. Τα αποσπάσματα της ΟΥΝΦΙΚΥΠ άρχισαν να φθάνουν σταδιακά, και στις 8 Ιουνίου 1964 υπηρετούσαν στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ 6.238 στρατιώτες και αξιωματικοί από επτά χώρες, ως εξής:
Χώρα Στρατιώτες
Βρετανία 1.792
Καναδάς 1.122
Φινλανδία 1.000
Σουηδία 954
Δανία 676
Ιρλανδία 639
Αυστρία 55
Σύνολο: 6.238